ἐπήλυτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(13)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπήλυτος]], -ον (Α)<br />[[ἔπηλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τος</i>. Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἐπήλυτος]], -ον (Α)<br />[[ἔπηλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τος</i>. Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπήλῠτος:''' Xen. = [[ἔπηλυς]] I, 2.
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 920] angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
survenu, qui survient.
Étymologie: cf. ἔπηλυς.

Greek Monolingual

ἐπήλυτος, -ον (Α)
ἔπηλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι») + -τος. Το -η- του -ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπήλῠτος: Xen. = ἔπηλυς I, 2.