ἔρξα: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(4)
(2)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρξα:''' Επικ. αντί <i>εἶρξα</i>, αόρ. αʹ του [[ἔργω]], [[εἴργω]]· επίσης του [[ἔρδω]].
|lsmtext='''ἔρξα:''' Επικ. αντί <i>εἶρξα</i>, αόρ. αʹ του [[ἔργω]], [[εἴργω]]· επίσης του [[ἔρδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρξα:''' aor. к [[ἔρδω]].
}}
}}

Revision as of 20:52, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. ἔρδω.

Greek Monotonic

ἔρξα: Επικ. αντί εἶρξα, αόρ. αʹ του ἔργω, εἴργω· επίσης του ἔρδω.

Russian (Dvoretsky)

ἔρξα: aor. к ἔρδω.