εὔγομφος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὔγομφος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλά]] καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔγομφος:''' крепко сколоченный (πύλαι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A well-nailed, well-fastened, πύλαι E.IT1286:—also εὐγόμφωτος, ον, Opp.H.1.58.
German (Pape)
[Seite 1060] gut gefügt u. verbunden, πύλαι, Eur. I. T. 1286.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγομφος: -ον, καλῶς συνηρμοσμένος, Εὐρ. Ι. Τ. 1286· ὡσαύτως, εὐγόμφωτος, ον, Ὀππ. Ἁλ. 1. 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien cloué, fortement joint.
Étymologie: εὖ, γόμφος.
Greek Monolingual
εὔγομφος, -ον (Α)
καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόμφος «σφηνοειδές καρφί»].
Greek Monotonic
εὔγομφος: -ον, αυτός που είναι καλά καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔγομφος: крепко сколоченный (πύλαι Eur.).