εὔθρονος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔθρονος:''' эп. [[ἐΰθρονος]] 2 восседающий на прекрасном престоле ([[Ἠώς]] Hom.; [[Ἀφροδίτη]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθρονος Medium diacritics: εὔθρονος Low diacritics: εύθρονος Capitals: ΕΥΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: eúthronos Transliteration B: euthronos Transliteration C: eythronos Beta Code: eu)/qronos

English (LSJ)

Ep. ἐΰθρονος, ον,

   A with beautiful seat or throne, ἐΰθρονος Ἠώς Il.8.565, Od.6.48, al.; Ἀφροδίτα Pi.I.2.5; Ὧραι Id.P.9.60, cf. B.15.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1069] ep. ἐΰθρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῦραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀθανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρονος: Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον θρόνον, ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· Ἀφροδίτη Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰθρονος;
ος, ον :
au beau siège.
Étymologie: εὖ, θρόνος.

English (Slater)

εὔθρονος, -ον
   1 on splendid thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.

Greek Monolingual

εὔθρονος και ἐΰθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

εὔθρονος: Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔθρονος: эп. ἐΰθρονος 2 восседающий на прекрасном престоле (Ἠώς Hom.; Ἀφροδίτη Pind.).