εὐμαθία: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμᾰθία:''' Ιων. -ίη, = [[εὐμάθεια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὐμᾰθία:''' Ιων. -ίη, = [[εὐμάθεια]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμαθία:''' ἡ Plat., Anth. = [[εὐμάθεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εὐμαθίη,
A v. εὐμάθεια.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, s. εὐμάθεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμᾰθία: καὶ εὐμαθίη, ἴδε ἐν λ. εὐμάθεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὐμάθεια.
Greek Monolingual
εὐμαθία και εὐμαθίη, ἡ (Α) ευμαθής
βλ. ευμάθεια.
Greek Monotonic
εὐμᾰθία: Ιων. -ίη, = εὐμάθεια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμαθία: ἡ Plat., Anth. = εὐμάθεια.