ἐχίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχίδιον]] και δ. γρφ. [[ἐχίδνιον]], τὸ (Α) [[έχις]]<br />μικρή [[έχιδνα]], μικρή [[οχιά]] («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐχίδιον]] και δ. γρφ. [[ἐχίδνιον]], τὸ (Α) [[έχις]]<br />μικρή [[έχιδνα]], μικρή [[οχιά]] («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχίδιον:''' (ῐδ) τό молодая гадюка, змейка Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.
German (Pape)
[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχίδιον: (ῑ), τό, μικρὰ ἔχιδνα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2· διάφ. γραφ. ἐχίδνιον.
Greek Monolingual
ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) έχις
μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐχίδιον: (ῐδ) τό молодая гадюка, змейка Arst.