ἐχέτης: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].
Greek Monotonic
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.