ζαχρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζαχρεῖος:''' <b class="num">1)</b> самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.
}}
}}

Revision as of 21:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαχρεῖος Medium diacritics: ζαχρεῖος Low diacritics: ζαχρείος Capitals: ΖΑΧΡΕΙΟΣ
Transliteration A: zachreîos Transliteration B: zachreios Transliteration C: zachreios Beta Code: zaxrei=os

English (LSJ)

ον, (χρεία)

   A very needy: c. gen., ζ. ὁδοῦ one who wants to know the way, asks eagerly after it, Theoc.25.6.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ ὁδίτης, von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ζαχρεῖος: -ον, (χρεία) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, σφόδρα χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6 πρβλ. χρεῖος, ον, ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a grand besoin de, qui cherche.
Étymologie: ζα-, χρεία.

Greek Monolingual

ζαχρεῑος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῑος ὁδοῡ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρεία «ανάγκη»].

Greek Monotonic

ζαχρεῖος: -ον (χρεία), αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη κάποιου πράγματος· με γεν., ζαχρεῖος ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ζαχρεῖος: 1) самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);
2) весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.