θᾶσσον: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾶσσον:''' Αττ. [[θᾶττον]], ουδ. αντί [[θάσσων]], ως επίρρ. | |lsmtext='''θᾶσσον:''' Αττ. [[θᾶττον]], ουδ. αντί [[θάσσων]], ως επίρρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾶσσον:''' атт. [[θᾶττον]] compar. n к [[ταχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. θᾶττον,
A v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.
English (Slater)
θᾱσσον
a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)
Greek Monolingual
θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.
Greek Monotonic
θᾶσσον: Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.