ἐχομένως: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχομένως:''' [[ἔχω]] 9] вслед, непосредственно ([[ἐφεξῆς]] καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л.
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχομένως Medium diacritics: ἐχομένως Low diacritics: εχομένως Capitals: ΕΧΟΜΕΝΩΣ
Transliteration A: echoménōs Transliteration B: echomenōs Transliteration C: echomenos Beta Code: e)xome/nws

English (LSJ)

Adv. pres. part. of ἔχομαι,

   A = ἐφεξῆς, prob. in Epicur. Ep.2p.40U., cf. Apollod.3.1.1, Ph.1.84, A.D.Pron.101.6, Bito 57.1, Petos. ap. Vett.Val.332.32, etc.; ἐ. τινός next after him, D.L.4.23.

German (Pape)

[Seite 1126] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχομένως: Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = ἐφεξῆς. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· ἐχομένως τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23.

Greek Monolingual

ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)
(με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση
αρχ.
(με γεν.)
1. πλησίον, κοντά σε κάτι
2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

ἐχομένως: ἔχω 9] вслед, непосредственно (ἐφεξῆς καὶ ἑ. Plut.): ἐ. τινός Diog. L. непосредственно за кем-л.