θηητήρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θηητήρ:''' -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί [[θεατής]], αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, [[θαυμαστής]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηητήρ:''' ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηητήρ Medium diacritics: θηητήρ Low diacritics: θηητήρ Capitals: ΘΗΗΤΗΡ
Transliteration A: thēētḗr Transliteration B: thēētēr Transliteration C: thiitir Beta Code: qhhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, Ion. for θεατής,

   A one who gazes at, an admirer, θ. τόξων Od.21.397; ἀκρασίης Perict. ap. Stob.4.28.19.

German (Pape)

[Seite 1206] ῆρος, ὁ, ep. = θεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. θαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θηητήρ: ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ θεατής, ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui regarde avec admiration, gén..
Étymologie: θηέομαι.

English (Autenrieth)

(θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.

Greek Monolingual

θηητήρ, -ος ὁ (Α) θηέομαι
αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων»).

Greek Monotonic

θηητήρ: -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί θεατής, αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, θαυμαστής, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θηητήρ: ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).