θνητοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θνητοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή [[φύση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''θνητοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή [[φύση]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θνητοειδής:''' имеющий вид смертных, смертной породы (χορδαί Plat.; θ. καὶ [[διάλυτος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of mortal nature, Pl.Phd.86a, Plu.2.1002c, Jul.Or.6.184a, etc.
German (Pape)
[Seite 1213] ές, nach der Art der Sterblichen, sterblich, χορδαί Plat. Phaed. 86 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θνητοειδής: -ές, θνητὸς τὴν φύσιν, Πλάτ. Φαίδωνι 86Α, Πλούτ. 2. 1002C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
convenable pour un mortel.
Étymologie: θνητός, εἶδος.
Greek Monolingual
θνητοειδής, -ές (Α)
θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ειδής (< είδος)].
Greek Monotonic
θνητοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή φύση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θνητοειδής: имеющий вид смертных, смертной породы (χορδαί Plat.; θ. καὶ διάλυτος Plut.).