ἡμερία: Difference between revisions
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμερία:''' (ενν. [[ὥρα]]), ἡ, = [[ἡμέρα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἡμερία:''' (ενν. [[ὥρα]]), ἡ, = [[ἡμέρα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμερία:''' ἡ (sc. [[ὥρα]]) день (Soph. - v. l. [[εὐμαρία]] и [[ἠρεμία]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἁμ- (sc. ὥρα), ἡ,
A = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Thiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le jour.
Étymologie: fém. de ἡμέριος, s.e. ὥρα.
Greek Monolingual
ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)
η Ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].
Greek Monotonic
ἡμερία: (ενν. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, σε Σοφ.