ἡμερία
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
Dor. ἁμερία (sc. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, S.Aj.208 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1165] ἡ, s. ἡμέριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le jour.
Étymologie: fém. de ἡμέριος, s.e. ὥρα.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερία: ἡ (sc. ὥρα) день (Soph. - v.l. εὐμαρία и ἠρεμία).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερία: (ἐνν. ὥρα), ἡ, ἡμέρα, ἡ τῶν χ/φων γραφὴ ἐν Σοφ. Αἴ. 208· ὁ Tiersch. προέτεινεν ἡρεμία, ὁ Herm. εὐμαρία.
Greek Monolingual
ἡμερία, δωρ. τ. ἁμερία, ἡ (Α)
η Ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. ημέρ-ιος (< ημέρα)].
Greek Monotonic
ἡμερία: (ενν. ὥρα), ἡ, = ἡμέρα, σε Σοφ.
Middle Liddell
sc. ὥρα, = ἡμέρα, Soph.