θρομβώδης: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ. | |lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρομβώδης:''' сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,=
A θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.
German (Pape)
[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.
Greek Monotonic
θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).