θωμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θωμίζω]] και θωμίσσω (Α) [[θώμιγξ]]<br /><b>1.</b> [[μαστίζω]], [[δέρνω]] («[[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θωμίσσει<br />νύσσει, δεσμεύει».
|mltxt=[[θωμίζω]] και θωμίσσω (Α) [[θώμιγξ]]<br /><b>1.</b> [[μαστίζω]], [[δέρνω]] («[[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θωμίσσει<br />νύσσει, δεσμεύει».
}}
{{elru
|elrutext='''θωμίζω:''' (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать ([[νῶτον]] μάστιγι Anacr.).
}}
}}

Revision as of 21:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωμίζω Medium diacritics: θωμίζω Low diacritics: θωμίζω Capitals: ΘΩΜΙΖΩ
Transliteration A: thōmízō Transliteration B: thōmizō Transliteration C: thomizo Beta Code: qwmi/zw

English (LSJ)

(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.),

   A whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.

Greek (Liddell-Scott)

θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».

Greek Monolingual

θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνωνῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».

Russian (Dvoretsky)

θωμίζω: (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать (νῶτον μάστιγι Anacr.).