θωπικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θωπικός]], -ή, -όν (Α) [[θωψ]]<br />[[θωπευτικός]]. Επίρ. <i>θωπικῶς</i> (Α)<br />θωπευτικώς. | |mltxt=[[θωπικός]], -ή, -όν (Α) [[θωψ]]<br />[[θωπευτικός]]. Επίρ. <i>θωπικῶς</i> (Α)<br />θωπευτικώς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θωπικός:''' Arph. = [[θωπευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (θώψ)
A = θωπευτικός, Id.Lys.1037, Max.Tyr. 9.7. Adv. -κῶς Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπευτικός, Ar. Lys. 1037; Adv., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θωπικός: -ή, -όν, (θώψ) = θωπευτικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
θωπικός, -ή, -όν (Α) θωψ
θωπευτικός. Επίρ. θωπικῶς (Α)
θωπευτικώς.
Russian (Dvoretsky)
θωπικός: Arph. = θωπευτικός.