θυρσοφορία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσοφορία]], ἡ (Α) [[θυρσοφόρος]]<br />το να κρατά [[κάποιος]] θύρσο [[κατά]] τις διονυσιακές τελετές.
|mltxt=[[θυρσοφορία]], ἡ (Α) [[θυρσοφόρος]]<br />το να κρατά [[κάποιος]] θύρσο [[κατά]] τις διονυσιακές τελετές.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοφορία:''' ἡ несение тирса Plut.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφορία Medium diacritics: θυρσοφορία Low diacritics: θυρσοφορία Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: thyrsophoría Transliteration B: thyrsophoria Transliteration C: thyrsoforia Beta Code: qursofori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bearing of the thyrsus, Plu.2.671e.

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, das Thyrsustragen, Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸν θύρσον, Πλούτ. 2. 671Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un thyrse.
Étymologie: θυρσοφόρος.

Greek Monolingual

θυρσοφορία, ἡ (Α) θυρσοφόρος
το να κρατά κάποιος θύρσο κατά τις διονυσιακές τελετές.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφορία: ἡ несение тирса Plut.