ἰδιαστής: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιαστής]], ὁ (Α) [[ιδιάζω]]<br />ο [[ησυχαστής]], ο [[αναχωρητής]]. | |mltxt=[[ἰδιαστής]], ὁ (Α) [[ιδιάζω]]<br />ο [[ησυχαστής]], ο [[αναχωρητής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδιαστής:''' οῦ (ῐδ) ὁ живущий отдельно, отшельник ([[μονήρης]] καὶ ἰ. Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A recluse, D.L.1.25.
German (Pape)
[Seite 1236] ὁ, abgesondert für stch lebend, D. L. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κατ’ ἰδίαν ζῶν, ἀναχωρητής, ἡσυχαστής, Διογ. Λ. 1. 25, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. 482Β.
Greek Monolingual
ἰδιαστής, ὁ (Α) ιδιάζω
ο ησυχαστής, ο αναχωρητής.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιαστής: οῦ (ῐδ) ὁ живущий отдельно, отшельник (μονήρης καὶ ἰ. Diog. L.).