ἱδρυτέον: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱδρῡτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἱδρύω]]·<br /><b class="num">I.</b> πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἱδρυτέον]], πρέπει να παραμείνει [[αργός]], [[άπρακτος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἱδρῡτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἱδρύω]]·<br /><b class="num">I.</b> πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἱδρυτέον]], πρέπει να παραμείνει [[αργός]], [[άπρακτος]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱδρῡτέον:''' adj. verb. к [[ἱδρύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must set up, of a statue, Ar. Pax923, Max.Tyr.8 tit. II intr., οὐχ ἱ. one must not sit idle, S.Aj. 809.
Greek (Liddell-Scott)
ἱδρῡτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἱδρύω, δεῖ ἱδρύειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 923. ΙΙ. Παθ. οὐχ ἱδρυτέον, δὲν πρέπει τις νὰ μείνῃ ἀργός, ἄπρακτος, Σοφ. Αἴ. 809.
Greek Monotonic
ἱδρῡτέον: ρημ. επίθ. του ἱδρύω·
I. πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ἱδρυτέον, πρέπει να παραμείνει αργός, άπρακτος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱδρῡτέον: adj. verb. к ἱδρύω.