Ἰκάριος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰκάριος:''' [ῑκᾰ], -α, -ον, [[Ικάριος]], [[πόντος]] [[Ἰκάριος]], [[μέρος]] του Αιγαίου [[μεταξύ]] των Κυκλάδων και της Καρίας, όπου πνίγηκε ο Ίκαρος, [[γιος]] του Δαίδαλου, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰκάριον [[πέλαγος]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''Ἰκάριος:''' [ῑκᾰ], -α, -ον, [[Ικάριος]], [[πόντος]] [[Ἰκάριος]], [[μέρος]] του Αιγαίου [[μεταξύ]] των Κυκλάδων και της Καρίας, όπου πνίγηκε ο Ίκαρος, [[γιος]] του Δαίδαλου, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰκάριον [[πέλαγος]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰκάριος:''' <b class="num">I</b> (ῑκᾰ) ὁ Икарий (брат Тиндара, владетель одной области в Акарнании, отец Пенелопы) Hom., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:09, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑκᾰ], α, ον, Icarian,
A πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Icare : πόντος Ἰκάριος IL, Ἰκάριος πέλαγος HDT ou abs. τὸ Ἰκάριον HDT la mer d’Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étymologie: Ἴκαρος.
English (Autenrieth)
Icarius, the brother of Tyndareus, and father of Penelope, Od. 1.276, , Od. 4.797.
πόντος: the Icarian Sea, S. W. of Asia Minor, Il. 2.145†.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α Ἰκάριος, -ία, -ον) Ίκαρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Ικαρία
2. φρ. «Ικάριο Πέλαγος» — το τμήμα του Αιγαίου Πελάγους μεταξύ τών νότιων Σποράδων, τών Κυκλάδων και της Ικαρίας
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ίκαρο
2. φρ. «Ἰκάριος πόντος»
Ικάριο Πέλαγος.
Greek Monotonic
Ἰκάριος: [ῑκᾰ], -α, -ον, Ικάριος, πόντος Ἰκάριος, μέρος του Αιγαίου μεταξύ των Κυκλάδων και της Καρίας, όπου πνίγηκε ο Ίκαρος, γιος του Δαίδαλου, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰκάριον πέλαγος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰκάριος: I (ῑκᾰ) ὁ Икарий (брат Тиндара, владетель одной области в Акарнании, отец Пенелопы) Hom., Arst.