θορός: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θορός:''' ὁ, το [[σπέρμα]] του άρρενος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''θορός:''' ὁ, το [[σπέρμα]] του άρρενος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θορός:''' ὁ [[θρῴσκω]] мужское семя Her., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορός Medium diacritics: θορός Low diacritics: θορός Capitals: ΘΟΡΟΣ
Transliteration A: thorós Transliteration B: thoros Transliteration C: thoros Beta Code: qoro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9.    II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
semence génitale.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

Greek Monolingual

θορός, ό και θορή, ἡ (Α)
το σπέρμα του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].

Greek Monotonic

θορός: ὁ, το σπέρμα του άρρενος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θορός:θρῴσκω мужское семя Her., Arst., Plut.