καταιωρέομαι: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταιωρέομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], <i>κατῃωρεῦντο</i> (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ. | |lsmtext='''καταιωρέομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], <i>κατῃωρεῦντο</i> (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταιωρέομαι:''' свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι [[κατῃωρεῦντο]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.
German (Pape)
[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être pendant, flotter.
Étymologie: κατά, αἰωρέω.
Greek Monotonic
καταιωρέομαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
καταιωρέομαι: свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.).