καταπλαστύς: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπλαστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί <i>καταπλάσματος</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταπλαστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί <i>καταπλάσματος</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλαστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κατάπλασμα]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλαστύς Medium diacritics: καταπλαστύς Low diacritics: καταπλαστύς Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΣΤΥΣ
Transliteration A: kataplastýs Transliteration B: kataplastys Transliteration C: kataplastys Beta Code: kataplastu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.

German (Pape)

[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.

Greek Monolingual

καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.

Greek Monotonic

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπλαστύς: ύος ἡ Her. = κατάπλασμα.