καταπενθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπενθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[κλαίω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''καταπενθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[κλαίω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπενθέω:''' оплакивать (ἄνδρα σοφὸν ἀποφθίμενον Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπενθέω Medium diacritics: καταπενθέω Low diacritics: καταπενθέω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: katapenthéō Transliteration B: katapentheō Transliteration C: katapentheo Beta Code: katapenqe/w

English (LSJ)

   A bewail, AP7.618, LXXEx.33.4.

German (Pape)

[Seite 1369] betrauern, beklagen, Ep. ad. 510 (VII, 618); LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καταπενθέω: λίαν πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ πένθος, θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. πάτρα Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pleurer sur, déplorer, acc..
Étymologie: κατά, πενθέω.

Greek Monotonic

καταπενθέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταπενθέω: оплакивать (ἄνδρα σοφὸν ἀποφθίμενον Anth.).