κατέσκληκα: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατέσκληκα:''' παρακ. του [[κατασκέλλομαι]]. | |lsmtext='''κατέσκληκα:''' παρακ. του [[κατασκέλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατέσκληκα:''' pf. к [[κατασκέλλω]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. κατασκέλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.