καταλοάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰλοάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[τελειώνω]], σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''κατᾰλοάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[τελειώνω]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰλοάω:''' <b class="num">1)</b> растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);<br /><b class="num">3)</b> умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλοάω Medium diacritics: καταλοάω Low diacritics: καταλοάω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΑΩ
Transliteration A: kataloáō Transliteration B: kataloaō Transliteration C: kataloao Beta Code: kataloa/w

English (LSJ)

   A crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.

German (Pape)

[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écraser sur l’aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.

Greek Monotonic

κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰλοάω: 1) растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);
2) поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);
3) умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).