κατωνάκη: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(20)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατωνάκη]], ἡ (Α)<br />φτωχικό χοντρό [[ένδυμα]] με [[δέρμα]] στο [[κάτω]] [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[νάκη]] «[[δέρμα]] τριχωτό, [[προβειά]]»].
|mltxt=[[κατωνάκη]], ἡ (Α)<br />φτωχικό χοντρό [[ένδυμα]] με [[δέρμα]] στο [[κάτω]] [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[νάκη]] «[[δέρμα]] τριχωτό, [[προβειά]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κατωνάκη:''' (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph.
}}
}}

Revision as of 22:47, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωνάκη Medium diacritics: κατωνάκη Low diacritics: κατωνάκη Capitals: ΚΑΤΩΝΑΚΗ
Transliteration A: katōnákē Transliteration B: katōnakē Transliteration C: katonaki Beta Code: katwna/kh

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A coarse frock with a border of sheepskin (νάκος), worn by slaves and labourers, Ar.Lys.1151, Ec.724, Theopomp.Com. 99.

German (Pape)

[Seite 1407] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ.

Greek (Liddell-Scott)

κατωνάκη: νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν κάτω μερῶν νάκος (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68.

Greek Monolingual

κατωνάκη, ἡ (Α)
φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»].

Russian (Dvoretsky)

κατωνάκη: (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph.