κατευτυχέω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατευτῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ευημερώ]], [[ευτυχώ]] αρκετά, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατευτῠχέω:''' иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευτῠχέω Medium diacritics: κατευτυχέω Low diacritics: κατευτυχέω Capitals: ΚΑΤΕΥΤΥΧΕΩ
Transliteration A: kateutychéō Transliteration B: kateutycheō Transliteration C: kateftycheo Beta Code: kateutuxe/w

English (LSJ)

   A to be quite successful, prosper, Arist.EE1229a 19 (cj. ib. 1247b31), Phld.Rh.1.132 S.; τὰ πλεῖστα Plu.Sert.18:—also in Pass., τούτων κατευτυχηθέντων D.S.20.46.

German (Pape)

[Seite 1398] verstärktes εὐτυχέω; Arist. eth. eudem. 3, 1; Plut. Sertor. 18 Pomp. 21 u. a. Sp.; auch pass., τούτων κατευτυχηθέντων, nachdem dies glücklich ausgeführt worden, D. Sic. 20, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατευτῠχέω: εἶμαι ὅλως εὐτυχής, εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. κατηυτύχηκα;
être heureux.
Étymologie: κατά, εὐτυχέω.

Greek Monotonic

κατευτῠχέω: μέλ. -ήσω, ευημερώ, ευτυχώ αρκετά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατευτῠχέω: иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.