κατειλυσπάομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(nl)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.
|elnltext=κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειλυσπάομαι:''' соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).
}}
}}

Revision as of 22:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλυσπάομαι Medium diacritics: κατειλυσπάομαι Low diacritics: κατειλυσπάομαι Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΣΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kateilyspáomai Transliteration B: kateilyspaomai Transliteration C: kateilyspaomai Beta Code: kateiluspa/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A wriggle down, Ar.Lys.722.

German (Pape)

[Seite 1394] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλυσπάομαι: Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ κάτω διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ σχοινίου ὅπερ ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.

Russian (Dvoretsky)

κατειλυσπάομαι: соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).