κατότι: Difference between revisions
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
(nl) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατότι Ion. voor καθότι. | |elnltext=κατότι Ion. voor καθότι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰτότι:''' ион. = [[καθότι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.
German (Pape)
[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.
Greek (Liddell-Scott)
κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καθότι.
Greek Monolingual
κατότι (Α)
επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ' ότι.
Greek Monotonic
κατότι: επίρρ., Ιων. αντί καθ-ότι ή καθ' ὅτι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατότι Ion. voor καθότι.
Russian (Dvoretsky)
κᾰτότι: ион. = καθότι.