κηρεσσιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηρεσσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνουν οι <i>Κήρες</i> («[[ἐξελάαν]] [[ἐνθένδε]] [[κύνας]] κηρεσσιφορήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρεσσι</i>, επικ. δοτ. πληθ. του <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>, <i>ποταμο</i>-<i>φόρητος</i>].
|mltxt=[[κηρεσσιφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνουν οι <i>Κήρες</i> («[[ἐξελάαν]] [[ἐνθένδε]] [[κύνας]] κηρεσσιφορήτους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρεσσι</i>, επικ. δοτ. πληθ. του <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυσι</i>-<i>φόρητος</i>, <i>ποταμο</i>-<i>φόρητος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κηρεσσῐφόρητος:''' натравленный Керами (κύνες Hom.).
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρεσσῐφόρητος Medium diacritics: κηρεσσιφόρητος Low diacritics: κηρεσσιφόρητος Capitals: ΚΗΡΕΣΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kēressiphórētos Transliteration B: kēressiphorētos Transliteration C: kiressiforitos Beta Code: khressifo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν . . κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).