κελευσμός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελευσμός:''' ὁ ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κελευσμός:''' ὁ ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελευσμός:''' ὁ Eur. = [[κέλευσμα]] 1.
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμός Medium diacritics: κελευσμός Low diacritics: κελευσμός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: keleusmós Transliteration B: keleusmos Transliteration C: kelefsmos Beta Code: keleusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A order, command, E.IA1130, Cyc.653 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.

Greek Monolingual

κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.

Greek Monotonic

κελευσμός: ὁ (κελεύω), διαταγή, προσταγή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κελευσμός: ὁ Eur. = κέλευσμα 1.