κονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]]. | |mltxt=[[κονιστικός]], -ή, όν (Α) [[κονίω]]<br />(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη [[σκόνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κονιστικός:''' любящий валяться (кататься) в песке ([[ὄρνις]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A liking to roll in the dust, of birds, opp. λοῦσται, Arist.HA633a29.
German (Pape)
[Seite 1481] ὄρνις, ein Vogel, der sich gern im Sande badet, Arist. H. A. 9, 49.
Greek (Liddell-Scott)
κονιστικός: -ή, -όν, εὐαρεστούμενος νὰ κυλίηται ἢ κάθηται ἐν τῇ κόνει, ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετ. τῷ λοῦσται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.
Greek Monolingual
κονιστικός, -ή, όν (Α) κονίω
(για πτηνά) αυτός που του αρέσει να κυλιέται ή να κάθεται στη σκόνη.
Russian (Dvoretsky)
κονιστικός: любящий валяться (кататься) в песке (ὄρνις Arst.).