κράντωρ: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κράντωρ:''' -ορος, ὁ = [[κραντήρ]], σε Ευρ., Ανθ. | |lsmtext='''κράντωρ:''' -ορος, ὁ = [[κραντήρ]], σε Ευρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κράντωρ:''' ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:11, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6. II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).
Greek (Liddell-Scott)
κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.
Greek Monolingual
κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).
Greek Monotonic
κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).