κρόμυον: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρόμυον:''' τό, [[κρεμμύδι]], σε Όμηρ.· μεταγεν. [[κρόμμυον]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''κρόμυον:''' τό, [[κρεμμύδι]], σε Όμηρ.· μεταγεν. [[κρόμμυον]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρόμυον:''' τό эп. = [[κρόμμυον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. κρόμμυον.
Greek (Liddell-Scott)
κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.
French (Bailly abrégé)
poét. c. κρόμμυον.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.