κορυζᾶς: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(21) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαχαν</i>-<i>άς</i>, <i>φαγ</i>-<i>άς</i>)]. | |mltxt=κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)<br />αυτός που πάσχει από δυνατό [[συνάχι]], [[μυξιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαχαν</i>-<i>άς</i>, <i>φαγ</i>-<i>άς</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορυζᾶς:''' ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾶ, ὁ,
A driveller, sniveller, Men.1003.
Greek (Liddell-Scott)
κορυζᾶς: ὁ, (κόρυζα), ὁ ἰσχυρῶς κορυζῶν, «μυξιάρης», Μένανδρ ἐν Ἀδήλ. 413.
Greek Monolingual
κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν-άς, φαγ-άς)].
Russian (Dvoretsky)
κορυζᾶς: ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men.