κρανοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρανοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κρανοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰνοποιός:''' ὁ мастер шлемов или доспехов Arph.
}}
}}

Revision as of 23:14, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνοποιός Medium diacritics: κρανοποιός Low diacritics: κρανοποιός Capitals: ΚΡΑΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kranopoiós Transliteration B: kranopoios Transliteration C: kranopoios Beta Code: kranopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de casques.
Étymologie: κράνος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κρανοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κράνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κρανοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιός: ὁ мастер шлемов или доспехов Arph.