κτίστωρ: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(nl) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter. | |elnltext=κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτίστωρ:''' ορος ὁ<br /><b class="num">1)</b> основатель: κ. Αἴτνας Pind. основатель Этны (впосл. Катаны), т. е. Гиерон Старший;<br /><b class="num">2)</b> колонизатор, поселенец (Ἀσιάδος χθονός Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = κτίστης, Αἴτνας Pi.Fr.105; Ἀσιάδος χθονός E.Ion 74; ὁ τῆς στοᾶς κ., of Zeno, Ath.9.370c; ἀγαθῶν . . εὑρετὴν καὶ κτίστορα Diph.(?)138.
German (Pape)
[Seite 1520] ορος, ὁ, = κτιστής; Ἀσιάδος χθονός Eur. Ion 74; Αἴτνας Pind. bei Ar. Av. 926; Sp.; auch Ζήνων ὁ τῆς στοᾶς κτίστωρ, Ath. IX, 370 c.
Greek (Liddell-Scott)
κτίστωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης, Αἴτνας Πινδ. Ἀποσπ. 71˙ Ἀσιάδος χθονὸς Εὐρ. Ἴων 74˙ ὁ τῆς στοᾶς κτ., ἐπὶ τοῦ Ζήνωνος, Ἀθήν. 370C· ἀγαθῶν... εὑρετὴν καὶ κτίστορα Δίφιλ. (;) ἐν Ἀδήλ. 52.
English (Slater)
κτίστωρ
1 founder κτίστορ Αἴτνας Hieron. fr. 105. 3.
Greek Monolingual
κτίστωρ, -ορος, ὁ (Α) κτίζω
κτίστης, δημιουργός, ιδρυτής, θεμελιωτής.
Greek Monotonic
κτίστωρ: -ορος, ὁ = κτίστης, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίστωρ -ορος, ὁ [κτίζω] stichter.
Russian (Dvoretsky)
κτίστωρ: ορος ὁ
1) основатель: κ. Αἴτνας Pind. основатель Этны (впосл. Катаны), т. е. Гиерон Старший;
2) колонизатор, поселенец (Ἀσιάδος χθονός Eur.).