κυανοβλέφαρος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠᾰνοβλέφᾰρος:''' с черными ресницами или черноглазый Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; pê aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.
Greek Monolingual
κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].
Greek Monotonic
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.