λίγγω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίγγω:''' μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, [[λίγξε]] [[βιός]], το [[τόξο]] αντήχησε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λίγγω:''' μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, [[λίγξε]] [[βιός]], το [[τόξο]] αντήχησε [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίγγω:''' (только 3 л. sing. aor.) звучать, гудеть ([[λίγξε]] [[βιός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 43] nur λίγξε βιός, der Bogen schwirrte, ertönte laut, Il. 4, 125; vgl. λίγα, λιγύς u. λίζω, nach E. M. onomatopoetisch.
Greek (Liddell-Scott)
λίγγω: μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, λίγξε βιός, τὸ τόξον ἔκλαγγεν, Ἰλ. Δ. 125, πρβλ. λίγξ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. λίγξε;
résonner avec force.
Étymologie: λιγύς.
English (Autenrieth)
aor. λίγξε: twang, Il. 4.125†.
Greek Monotonic
λίγγω: μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, λίγξε βιός, το τόξο αντήχησε δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λίγγω: (только 3 л. sing. aor.) звучать, гудеть (λίγξε βιός Hom.).