βιός
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ὁ, bow, = τόξον, Il.1.49, τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος = the name of the bow is life, but its work is death Heraclit. 48, etc. (Ambracian acc. to AB1095. Cf. Vedic jiyā́ 'bow-string', Lith. gijà 'thread'.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Il.1.49]
arco, ἀργύρεος Il.l.c., λίγξε β. Il.4.125, cf. 10.260, 24.605, Od.19.577, h.Ap.301, Certamen 9 (p.38.18), κεραός AP 6.118 (Antip.Sid.), ῥυτῆρα βιοῦ τ' ἔμεναι καὶ ὀϊστῶν Od.21.173, cf. 6.270
•en juego de palabras c. βίος, indiferente a la acentuación τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος Heraclit. B 44 (cf. βίος B III 1)
•palabra ambraciota según AB 1095.
• Etimología: De *gu̯ei(H2)- ‘tendón’, cf. ai. j(i)yā́- ‘tendón’, lituan. gijà ‘hilo’, gýsla ‘tendón’. Tb. c. grado ø y alarg. lat. fīlum.
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόθος ποθή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φθόγγος φθογγή, φθόρος φθορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῦλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arc ; ◊ prov. τοῦ τόξου τὸ μὲν ὄνομα βιός, τὸ δὲ ἔργον θάνατος.
Étymologie: DELG skr. j(i)yá, av. jya, corde de l'arc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιός -οῦ, ὁ boog.
Russian (Dvoretsky)
βιός: ὁ редко лук (оружие) (β. ἠδὴ φαρέτρη Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bow, also bowstring (Trümpy Fachausdrücke 66f.; Il.).
Other forms: rare after Homer, replaced by τόξον.
Derivatives: None
Origin: IE [Indo-European] [431] *gʷieh₂-/gʷih₂- string
Etymology: To Skt. j(i)yā́, Av. ǰyā bowstring. Schindler, Wuzelnomen 20 assumes a root noun *gʷieh₂-, with the Gr. word from *gʷih₂-o- provided with a bowstring (this depends on the question whether bowstring is found in Greek); Schwyzer -Debr. 2,32 n. 4 starts from a fem. o-stem (rather doubtful). Further to Lith. gijà thread, OCS. ži-ca string.
Middle Liddell
a bow, Il.
English (Autenrieth)
οῖο: bow.
English (Slater)
βιός
1 bow ]εὗρε βιῶ[ι ?fr. 344. 4.
Greek Monolingual
βιός, το (Α)
το τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη μεταξύ του ελληνικού και των άλλων τύπων (αρχ. ινδ. και αβεστ.), δεδομένου ότι στην Ινδοϊρανική τα θηλ. με θέμα σε -ŏ εξαφανίστηκαν λόγω μεταπλασμού στα αντίστοιχα με θέμα σε -ᾱ. Η λ. είναι αρχαία, απαντά δε στον Όμηρο πέντε φορές λιγότερο απ' ό,τι η λ. τόξον. Μετά τον Όμηρο δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο μία φορά από τον Ηράκλειτο (6ος π.Χ. αιώνας). Στη Μυκηναϊκή η λ. είναι άγνωστη, ενώ υπάρχουν σύνθετα με α' συνθετικό τη λ. τόξον. Πιθ. η ομωνυμία της λ. βιός με τη λ. βίος συνετέλεσε στην εξαφάνιση της πρώτης και στην ολοκληρωτική της αντικατάσταση από την πολύ συνηθέστερη λ. τόξον.
Greek Monotonic
βιός: ὁ, τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
βιός: ὁ, τόξον Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ νευρά).)
Frisk Etymology German
βιός: {biós}
Grammar: m.
Meaning: Bogen, auch Bogensehne vereinzelt möglich (Trümpy Fachausdrücke 66f.; Il. usw.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology: Bis auf den Auslaut mit aind. j(i)yā́, aw. ǰyā ‘Sehne (des Bogens)’ identisch; zum Lautlichen Meeussen KZ 65, 261ff. Da die fem. ŏ-Stämme im Indoiranischen, u. a. durch Umgestaltung zu ā-Stämmen, verlorengegangen sind, würde ein urspr. fem. βιός den Stammunterschied erklären, s. Schwyzer-Debrunner 32 A. 4. — Unsicher ist die Zugehörigkeit von lit. gijà Faden, aksl. ži-ca Sehne, s. WP. 1, 194 m. Lit., Pok. 481.
Page 1,237
Mantoulidis Etymological
(=τόξο). Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό βία ἤ με τό βίος, γιατί τό τόξο ἦταν μέσο ζωῆς.
Translations
Abkhaz: ахыц; Adyghe: кӏуснэщаб; Afrikaans: boog; Ainu: ク; Albanian: hark; Apache Western Apache: iłtį́ʼtsį́h; Arabic: قَوْس; Egyptian Arabic: قوس; Hijazi Arabic: قوس; Armenian: աղեղ; Aromanian: arcu, duxar; Assamese: ধনু; Asturian: arcu; Atayal: bhunig; Avar: чӏорбутӏ; Azerbaijani: yay, kaman; Bashkir: йәйә; Bats: ატყ; Bavarian: Bogn; Belarusian: лук; Bengali: ধনু; Breton: gwareg; Bulgarian: лък; Burmese: လေး; Catalan: arc; Cebuano: gapasan; Chechen: ӏад; Cherokee: ᎦᏦᏗ; Chinese Cantonese: 弓; Dungan: гун; Mandarin: 弓; Min Nan: 弓; Choctaw Traditional: iti tanampo; Modified traditional: itti' tana̲po; Chukchi: тиӈур; Czech: luk; Dakota: itazipe; Danish: bue; Dutch: boog; Esperanto: arko, pafarko; Estonian: vibu; Evenki: бэр; Ewe: da; Faroese: bogi; Finnish: jousi; French: arc, arc à flèches; Friulian: arc; Galician: arco; Georgian: მშვილდი; German: Bogen; Greek: τόξο; Ancient Greek: τόξον, βιός; Hebrew: קֶשֶׁת; Hindi: धनुष, कमान; Hungarian: íj; Icelandic: bogi; Ido: armarko, arko; Indonesian: busur; Ingush: ӏад; Irish: bogha; Isthmus Italian: arco; Japanese: 弓; Jarai: hraŏ diu; Kaingang: vyj; Karok: xuskáamhar; Kazakh: жақ, садақ; Ket: ӄыʼт; Khmer: ធ្នូ, ធនុ; Korean: 활; Kurdish Northern Kurdish: kevan; Kyrgyz: жаа; Lakota: itázipa; Lao: ຄັນທະນູ, ທະນຸ; Latgalian: lūks; Latin: arcus; Latvian: loks; Laz: ტოკსარი, მშვილდი; Lithuanian: lankas; Macedonian: лак; Malay: busur, panah; Malayalam: വില്ല്; Maltese: qaws; Manchu: ᠪᡝᡵᡳ; Mansaka: bosog; Manx: bow; Maranao: pana'; Middle Persian: 𐭪𐭬𐭠𐭭; Mingrelian: შქვილი; Mon: တ္ၚ; Mongolian: нум; Nanai: бури; Navajo: ałtį́į́ʼ; Nepali: धनुष; Nivkh: пуньдь; Northern Altai: јаг; Northern Sami: dávgi; Norwegian Bokmål: bue, boge; Nynorsk: boge; Occitan: arc; Ojibwe: mitigwaab; Old Church Slavonic Cyrillic: лѫкъ; Old English: boga; Old Norse: bogi; Oriya: କୋଦଣ୍ଡ; Ossetian: ӕрдӕн; Pali: dhanu; Pashto: ليندۍ; Persian: کمان; Plautdietsch: Boage; Polish: łuk; Portuguese: arco; Quechua: t'iwka; Romanian: arc; Romansch: artg, arch; Russian: лук; Sanskrit: धनु, चाप; Sardinian: alcu, arcu; Scottish Gaelic: bogha, bogha-saighde; Serbo-Croatian Cyrillic: лук; Roman: luk; Sicilian: arcu; Sikaiana: kavusu; Slovak: luk; Slovene: lok; Southern Altai: јаа; Spanish: arco; Svan: ჴემა̈დ; Swahili: upinde, uta; Swedish: båge, pilbåge; Tagalog: busog, pana; Tajik: камон; Tamil: வில்; Taos: xwílena; Tauya: 'ipai aniyamo; Telugu: విల్లు, ధనుస్సు; Thai: ธนู; Tibetan: གཞུ; Turkish: yay; Turkmen: ýaý; Tuvan: ча; Ugaritic: 𐎖𐎌𐎚; Ukrainian: лук; Urdu: دھنش, کمان; Uyghur: يا; Uzbek: yoy, kamon; Vietnamese: cung; Volapük: bob; Walloon: air, årbalesse; Welsh: bwa, bwâu; West Frisian: bûging, bôge; Westrobothnian: bogaseod; White Hmong: hneev nti; Yiddish: בויגן; Zhuang: gung