λιγύπνοιος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐγύπνοιος:''' -ον ([[πνοιή]]), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''λῐγύπνοιος:''' -ον ([[πνοιή]]), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐγύπνοιος:''' HH = [[λιγυπνείων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.
German (Pape)
[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
Greek Monolingual
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί-πνοιος / θεό-πνους].
Greek Monotonic
λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύπνοιος: HH = λιγυπνείων.