λιθοξόος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοξόος:''' ὁ ([[ξέω]]), [[κτίστης]], κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.
|lsmtext='''λῐθοξόος:''' ὁ ([[ξέω]]), [[κτίστης]], κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοξόος:''' ὁ каменотес Luc., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 45] Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοξόος: ὁ, (ξέω) ἐργάτης λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ξέω.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοξόος)
ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα
αρχ.
γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο-ξόος, λαο-ξόος.

Greek Monotonic

λῐθοξόος: ὁ (ξέω), κτίστης, κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοξόος: ὁ каменотес Luc., Plut., Anth.