λιθηλογής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐθηλογής:''' -ές ([[λέγω]] Β), οικοδομημένος από [[πέτρα]], [[λιθόκτιστος]], πετρόκτιστος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθηλογής:''' [[λέγω]] II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (λέγω (B) 1)
A built of stones, AP6.253 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².
Greek Monolingual
λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].
Greek Monotonic
λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).