λεπτοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[λεπτοτράχηλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] τράχηλο («ὁ [[θῆλυς]] [[ὄρτυξ]] λεπτοτράχηλός ἐστι», <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=-η -ο (Α [[λεπτοτράχηλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] τράχηλο («ὁ [[θῆλυς]] [[ὄρτυξ]] λεπτοτράχηλός ἐστι», <b>Αθήν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτοτράχηλος:''' с тонкой шеей Arst.
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοτράχηλος Medium diacritics: λεπτοτράχηλος Low diacritics: λεπτοτράχηλος Capitals: ΛΕΠΤΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: leptotráchēlos Transliteration B: leptotrachēlos Transliteration C: leptotrachilos Beta Code: leptotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A thin- or fine-necked, Arist.Phgn.809b6 (Comp.), Alex.Mynd. ap. Ath.9.392c.

German (Pape)

[Seite 31] dünnhälsig; im compar., Arist. physiogn. 5; Alex. Mynd. Ath. IX, 592 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοτράχηλος: [ᾰ], -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ὡραῖον τράχηλον, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 392C.

Greek Monolingual

-η -ο (Α λεπτοτράχηλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό τράχηλο («ὁ θῆλυς ὄρτυξ λεπτοτράχηλός ἐστι», Αθήν.).

Russian (Dvoretsky)

λεπτοτράχηλος: с тонкой шеей Arst.