μᾶλον: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(5)
(3)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾶλον:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆλον]].
|lsmtext='''μᾶλον:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾶλον:''' I и II дор. = [[μῆλον]] I и II.
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 91] τό, dor. = μῆλον, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλον: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆλον.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μῆλον¹.

English (Slater)

μᾱλον
   1 apple met., test., Libanius, ep. 36. 1, Πίνδαρός πού φησιν εἶναι μάλων χρυσῶν φύλαξ, τὰ δ' εἶναι Μουσῶν καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν (μήλων codd.: corr. Boeckh) fr. 288.

Greek Monolingual

μᾱλον, τὸ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήλον.

Greek Monotonic

μᾶλον: τό, Δωρ. αντί μῆλον.

Russian (Dvoretsky)

μᾶλον: I и II дор. = μῆλον I и II.