μελάγχρως: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελάγχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''μελάγχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελάγχρως:''' χροος (pl. μελάγχροες) Her. = [[μελάγχροος]].<br />ωτος adj. Eur., Plat., Arst. = [[μελάγχροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.
French (Bailly abrégé)
1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.
Greek Monolingual
μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.
Greek Monotonic
μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχρως: χροος (pl. μελάγχροες) Her. = μελάγχροος.
ωτος adj. Eur., Plat., Arst. = μελάγχροος.