μαστιγώσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστῑγώσῐμος:''' -ον, αυτός που αξίζει [[μαστίγωμα]], σε Λουκ. | |lsmtext='''μαστῑγώσῐμος:''' -ον, αυτός που αξίζει [[μαστίγωμα]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστῑγώσῐμος:''' заслуживающий ударов бича Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A that deserves whipping, Luc.Herod.8.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγώσῐμος: -ον, ἄξιος μαστιγώσεως, Λουκ. Ἡρόδ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: μαστιγόω.
Greek Monolingual
μαστιγώσιμος, -ον (Α) μαστιγώνω
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί.
Greek Monotonic
μαστῑγώσῐμος: -ον, αυτός που αξίζει μαστίγωμα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μαστῑγώσῐμος: заслуживающий ударов бича Luc.