μεσοπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσοπόλιος:''' -ον, [[κανονικός]] [[τύπος]] αντί [[μεσαιπόλιος]], σε Αίσωπ. | |lsmtext='''μεσοπόλιος:''' -ον, [[κανονικός]] [[τύπος]] αντί [[μεσαιπόλιος]], σε Αίσωπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσοπόλιος:''' Aesop. = [[μεσαιπόλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.
Greek Monolingual
μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υπο-πόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].
Greek Monotonic
μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.